αποτολμάται

αποτολμάται
αποτολμάται - αποτολμώνται βλ. πίν. 61 (μόνο στο γ' πρόσ., κυρίως στον ενεστ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”